καταντες

καταντες
    κάταντες
    κάτ-αντες
    τό склон, спуск, наклон, покатость
    

κ. Arst., εἰς τὸ κ. Xen., Arst., ἀπὸ τοῦ κατάντους Xen., ἐπὴ τὸ κ. Plat. и τὰ κατάντη Xen., Arst. — вниз (с горы), под гору


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καταντες" в других словарях:

  • κάταντες — κατά ἄντομαι meet imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάντης — ες (Α κατάντης, κάταντες) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάντη τα προς τα κάτω μέρη («τα κατάντη τού ποταμού» τα μέρη τού ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές) αρχ. 1. κατωφερής, απόκρημνος, επικλινής («το δ ἄλλο στράτευμα... ἐν τῷ… …   Dictionary of Greek

  • κατάτροπος — κατάτροπος, ον (Α) [κατατρέπω] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τα κάτω, που έχει τροπή προς τα κάτω («κατάτροπον κάταντες», Ησύχ.) 2. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ κατάτροπα (ειδ. στη μουσ.) (κατά τον Πολυδ.) μέρη τού κιθαρῳδικού νόμου …   Dictionary of Greek

  • ψάδιος — ία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) (κυρίως το ουδ.) ψάδιον «κάταντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται, πιθ., με το επίθ. ψάγιος*] …   Dictionary of Greek

  • ant-s —     ant s     English meaning: forward, before, outer side     Deutsche Übersetzung: “Vorderseite, Stirn”     Material: O.Ind. ánta ḥ “ end, border, edge “ (therefrom antya ḥ “ the last “); Alb. (*ánta) ana ‘side, end”. Gk. gen. sg. κάταντες ( …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»